Βιογραφία
Δημήτρης Μανιώτης
ένας αυτοδίδακτος Ελληνας ζωγράφος του 20ου αιώνα
Ο Δημήτρης Μανιώτης γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1923, στην Οδησσό της σημερινής Ουκρανίας. Η μητέρα του Όλγα Συμεόνοβνα, Ρωσίδα Ιταλικής καταγωγής, γεννημένη στην Αγία Πετρούπολη, είχε εκπαιδευτεί για να γίνει κυρία των τιμών στην τσαρική αυλή. Ο πατέρας του Θωμάς Μανιώτης μετανάστης στην Αγία Πετρούπολη ασχολήθηκε με το εμπόριο. Γνώρισε και παντρεύτηκε την Όλγα στις αρχές του 1910. Στην Πετρούπολη γεννήθηκε η κόρη τους Ευγενία.
Όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917 το ζευγάρι κατέφυγε στα νότια, στην Οδησσό, με την ελπίδα ότι η Επανάσταση δεν θα έφθανε εκεί. Στην Οδησσό γεννήθηκε η δεύτερη κόρη τους, Λίζα η οποία μετά από λίγα χρόνια πέθανε από οστρακιά, και το 1923 γεννήθηκε ο Τζίμα, χαϊδευτικό του Δημήτρη.
(Το ζευγάρι προσπαθεί να βρει τρόπους να φύγει από την Σοβιετική πλέον Ένωση, αλλά τελικά μένει.)
Ο πατέρας διορίζεται υπεύθυνος στην περιοχή της Σιβηρίας, στην Ταιγκά. Η άγρια φύση της Σιβηρίας θα χαρίσει στο μικρό Δημήτρη πολλές αναμνήσεις, τις οποίες αργότερα θα αποτυπώσει με εξαιρετική ζωντάνια στον μουσαμά, ζωγραφίζοντας δάση από λεύκες και σημύδες, αρκούδες, και άλλα ζώα, άλλοτε σε άγριες και άλλοτε σε τρυφερές στιγμές, αλλά πάντοτε με έκδηλη την αγάπη του για τη Φύση.
Αργότερα, ο Θωμάς Μανιώτης δουλεύει στο κυλικείο της Όπερας της Οδησσού, ο Δημήτρης έχει τα πρώτα ακούσματα όπερας και κλασσικής μουσικής, που αγάπησε σχεδόν όσο και τη ζωγραφική.
Ο Δημήτρης τελειώνει το δεκατάξιο σχολείο στην Οδησσό. Εκεί αναγνωρίζεται η κλίση του στη ζωγραφική και παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής σαν εξαιρετικό ταλέντο.
Επί Στάλιν το 1939 ο πατέρας του δεν δέχεται να πάρει τη Σοβιετική υπηκοότητα και έτσι εκτοπίζεται στη Σιβηρία. Η οικογένεια διαλύεται καθώς η αδελφή του Ευγενία είχε ήδη με το γάμο της πάρει τη σοβιετική υπηκοότητα και παρέμεινε στην Οδησσό, ενώ ο Δημήτρης με τη μητέρα του καταλήγουν πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Η μητέρα του πεθαίνει το 1941 από την πείνα στην κατοχή και ο Δημήτρης Μανιώτης σώζεται από τον τότε Δήμαρχο Σύρου και άνθρωπο της Τέχνης και του πνεύματος, Θεόδωρο Καρακαλά, ο οποίος βλέποντας το πάθος και το μεγάλο ταλέντο του νεαρού Τζίμα για την ζωγραφική, του δίνει τροφή και στέγη και τον τροφοδοτεί με υλικά για να ζωγραφίζει.
Μετά τον πόλεμο έρχεται στην Αθήνα, όπου παρά το νεαρό της ηλικίας του γίνεται δεκτός κατ’ εξαίρεση στη σχολή Καλών Τεχνών ως εξαιρετικό ταλέντο. Φιλελεύθερο πνεύμα με εκρηκτικό ταμπεραμέντο, όπως ήταν πάντοτε, δεν άντεξε την τυπολατρία και τις παρατηρήσεις των καθηγητών του πως χρησιμοποιεί πολύ κόκκινο («κουμμουνιστικό») χρώμα και παράτησε τη σχολή.
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα παρακολουθεί ως μαθητής τον ζωγράφο Σπύρο Βικάτο και διδάσκεται γλυπτική από τον Βάσο Φαληρέα.
Το 1948 παντρεύεται την Κατερίνα Κερβανίδου (από γονείς πρόσφυγες από την Μ.Ασία) που γνωρίζει στην Σύρο, η οποία φοίτησε στη Ράλλειο Ακαδημία και έγινε δασκάλα. Το 1949 γεννιέται ο πρώτος τους γιος. Ο Δημήτρης Μανιώτης από την αγάπη και την ευγνωμοσύνη που τρέφει στον Θεόδωρο Καρακαλά δίνει στον γιό του το όνομα Θεόδωρος και τον βαπτίζει ο ίδιος ο Θεόδωρος Καρακαλάς. Τα Χριστούγεννα του 1950 έρχεται στην ζωή η κόρη του Όλγα που πήρε το όνομα της μητέρας του.
Για μερικά χρόνια ζει από την Κεραμική, εργαζόμενος στο εργοστάσιο του Κεραμεικού, ώστε να μπορεί να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την ζωγραφική. Την αγγειοπλαστική διδάσκεται από τον γνωστό Γερμανό κεραμίστα Max Elster. Το 1980 δίδαξε ο ίδιος την κόρη του Όλγα ζωγραφική στα κεραμικά.
Το 1952 εγκαθίστανται στην Καλαμάτα, όπου αναλαμβάνει υπεύθυνος του καλλιτεχνικού τμήματος του Κεραμικού. Χωρίς να εγκαταλείψει την αγάπη του προς την Ζωγραφική, ζωγραφίζει και κάνει εκθέσεις. Αυτή την εποχή είναι επηρεασμένος από τον αγαπημένο του Ντελακρουά .μέχρι να βρει το δικό του στοιχείο και τεχνοτροπία έκφρασης. Στην Καλαμάτα τον Αύγουστο του 1954 γεννιέται ο τρίτος γιος του, Αχιλλέας, (το όνομα του πατέρα της συζύγου του).
Το 1955 εγκαθίσταται στην Σάμο όπου διορίστηκε δασκάλα η σύζυγός του. Εδώ, ελεύθερος πλέον από τα προς το ζην, ασχολείται μόνο με την Τέχνη του. Η δύναμη του φαίνεται στις μεγάλες επιφάνειες, εκεί εκφράζεται περισσότερο. Το 1956 βρίσκεται στα Κοντακέϊκα της Σάμου λόγω μεταθέσεως της γυναίκας του. Σε ένα μικρό σπιτάκι άπλωνε τον μουσαμά του και ζωγράφιζε τις «ελεύθερες ψυχές», όπως χαρακτήριζε τα άλογα. Επειδή ο χώρος ήταν μικρός έβγαινε έξω και κοίταγε μέσα απ’ το παράθυρο τον πίνακα για να τον δει ολόκληρο από απόσταση. Την εποχή αυτή παλεύει να ξεφύγει από την επιρροή του Ντελακρουά.
Το 1959 μετακομίζουν στην πρωτεύουσα του νησιού, το Βαθύ, όπου ζωγραφίζει ασταμάτητα, σε μεγαλύτερους χώρους. Εδώ εμπνέεται την τεχνοτροπία που βάφει μια επιφάνεια με τα χρώματα της ίριδας (όχι σε ευθεία αλλά κυκλικά-ημικυκλικά), την αφήνει να στεγνώσει καλά και πάνω σ’ αυτή τη βάση ζωγραφίζει το θέμα του με λευκό χρώμα. Ένα πίνακα με αυτή την τεχνοτροπία, αφιερωμένο στις ελεύθερες ψυχές όλου του κόσμου ( τα άλογα ) θα εκθέσει το 1960 στον Παρνασσό. Τον πίνακα αυτόν αγόρασε ο εφοπλιστής Νίκος Νομικός.
Αναζητώντας ακόμα μεγαλύτερους χώρους, βρίσκει ένα μεγάλο μέγαρο, (ιδιοκτησίας του Γερμανού μεγαλέμπορου καπνού Μίλμπεργκ), που είναι το καταλληλότερο σε ύψος και έκταση. Εδώ μέσα θα ζωγραφίσει τον μεγαλύτερο πίνακα του) ,την «Οκτωβριανή Επανάσταση» (30 μέτρα μήκος επί 2 μέτρα ύψος!). Επειδή δεν υπάρχει μουσαμάς με μήκος 30 μέτρα, αναγκάστηκε να παραγγείλει από την Ολλανδία τρία ρολά των 10 μέτρων μαύρο μουσαμά για να έχει έτοιμο τον φόντο.
Η «Οκτωβριανή Επανάσταση» έχει ζωγραφιστεί εξ’ ολοκλήρου με τα γυμνά του χέρια, με παλάμες, δάκτυλα και νύχια. Έτσι όταν τα δάκτυλα του έκαναν πληγές σταματούσε να θρέψουν για να ξαναρχίσει πάλι.
Η μεγαλύτερη σε μήκος επιφάνεια που μπορούσε να αναρτήσει στο εργαστήριο ήταν 7 μέτρα. Ζωγράφιζε λοιπόν τα 7 μέτρα, περίμενε να στεγνώσει καλά για να το τυλίξει. Κατόπιν ζωγράφιζε το επόμενο και στην συνέχεια έκανε τις ενώσεις. Ο ίδιος ο ζωγράφος μπόρεσε να δει τον πίνακα τελειωμένο ολόκληρο όταν τον κρέμασε στην Έκθεση του Ζαππείου το Πάσχα του 1969. Ο πίνακας χρειάσθηκε 2 χρόνια για να ολοκληρωθεί (1963-1965). Ο Μανιώτης είχε το χάρισμα να ζωγραφίζει πολύ γρήγορα. Άλλωστε, αυτό απαιτούσαν και οι τεχνοτροπίες που χρησιμοποιούσε και οι τεράστιες επιφάνειες με τις οποίες καταπιανόταν αποδεικνύουν την ταχύτητα με την οποία ζωγράφιζε.
Το ιστορικό γεγονός της Οκτωβριανής Επανάστασης χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα, αλλά λειτουργεί και σαν κέντρισμα για την εξέγερση του ανθρώπου κατά των περιορισμών και την αέναη πάλη του για το υψηλότερο. Ο Δημήτρης Μανιώτης εξέφρασε ένα προσωπικό και γενικότερο συμβολισμό και επιχείρησε να σπάσει τα δεσμά του συμβατικού χώρου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έδωσε τέλος στον πίνακα του, αφήνοντας συμβολικά ανοικτό το δρόμο της ανέλιξης. Έντονα χρώματα κόκκινο, πράσινο, κίτρινο τονίζουν τις φιγούρες των μαχητών.
Επίσης στο Μίλμπεργκ ζωγραφίστηκε η «Ζωή» ο μεγαλύτερος σε ύψος πίνακας του (7,5 μέτρα μήκος και 5 μέτρα ύψος, ζωγραφισμένος με την πρώτη τεχνοτροπία) και πολλά ακόμα μεγάλα έργα. Μικρές αλλαγές γίνονται στην τεχνοτροπία που έχει εμπνευστεί, πάντα με τα χρώματα της ίριδος.
Αρχίζει να κάνει και τα πρώτα σβηστά του (Πολύχρωμα ή μονόχρωμα). Βάφει μία επιφάνεια με ένα χρώμα και ενώ το χρώμα είναι ακόμα νωπό αρχίζει και αφαιρεί το φρέσκο χρώμα και με το λευκό του μουσαμά που αποκαλύπτεται, παρουσιάζεται και το θέμα του.
Στη Σάμο θα μείνει μέχρι το 1966 και επιστρέφει μόνιμα πλέον στην Αθήνα. Συνεχίζει να ζωγραφίζει ακατάπαυστα, δημιουργώντας μια τεράστια συλλογή πινάκων, περίπου 1000 τον αριθμό μικρά και μεγάλα, που περιλαμβάνουν τα αγαπημένα του θέματα: τοπία, άλογα, θαλασσογραφίες, μυθολογία, γυμνά.
Έτσι αρχίζει να κάνει μεγάλες ατομικές εκθέσεις στο Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα και σε άλλους χώρους. Πολλοί πίνακες υπάρχουν σε σπίτια εφοπλιστών ( λόγω του μεγέθους ) στην Εθνική Πινακοθήκη, στον συλλέκτη Φρυσίρα ,στην Βιβλιοθήκη της Σάμου και σε πολλούς φίλους. Ακόμα, όταν κάποιος άγνωστος εξέφραζε αυθόρμητα την επιθυμία του να έχει ένα πίνακα του αλλά δεν είχε τα χρήματα, του τον δώριζε.
Ζωγραφίζει μέχρι το τέλος της ζωής του στις 3 Απριλίου 1985, που τον βρήκε πρόωρα στα 62 του χρόνια, αφήνοντας πολλά ημιτελή έργα σε διάφορα στάδια. Ο καρκίνος στους πνεύμονες, σύμφωνα με τους γιατρούς, οφειλόταν στις τοξικές ουσίες των χρωμάτων, που ανέπνεε, ενώ ήταν ακόμα φρέσκα, για πολλές ώρες κάθε ημέρα.
Εκτός από την ζωγραφική, ασχολήθηκε επίσης και με την συγγραφή δοκιμίων για την τέχνη, χρονογραφημάτων (ανέκδοτα) και ποίησης. Το 1978 κυκλοφόρησαν δύο ποιητικές συλλογές, «…και ο μύθος συνεχίζεται» και «Ανθρωπίλα», στις οποίες υπάρχουν και πρωτότυπα σκίτσα του.
Αφιέρωμα στο Δημήτρη Μανιώτη, Περιοδικό Νέα Σύνορα, Τεύχος 114, 2012, Δημήτρης Βαλασκαντζής